- ξυνοδοτήρ
- ξυνοδοτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)(επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που μοιράζει από κοινού σε όλους με αφθονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δοτήρ, πλουτο-δοτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυνοδοτῆρα — ξῡνοδοτῆρα , ξυνοδοτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)